Σχέση μεταξύ αδερφιών. Κάποιοι αναφέρονται στα αδέρφια τους με γλύκα και τρυφερότητα και άλλοι με τυπικότητα, αδιαφορία ή και πόνο.
Είτε από το ίδιο αίμα είτε από καρδιάς το σίγουρο είναι ότι έχουν μια σχέση ιδιαίτερη, που κυλά μέσα στα χρόνια με πολλά κοινά βιώματα, καταστάσεις και συναισθήματα. Τι είναι αυτό όμως που καθορίζει τη σχέση μεταξύ των αδερφιών και το πώς αυτή θα εξελιχθεί μέσα στα χρόνια; Πώς οι γονείς με τις προσωπικότητες τους και τη μεταξύ τους σχέση επιδρούν στη διαμόρφωση της σχέσης αυτής; Παρακάτω γίνεται μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε αυτό το ευαίσθητο και πολύπλευρο θέμα, φωτίζοντας την ψυχολογική διάσταση και επιρροή που ίσως δεν φαίνεται έντονα αλλά υπάρχει.
Τα αδέρφια ως προς την εξωτερική τους εμφάνιση μπορεί να μοιάζουν λίγο, πολύ ή καθόλου. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τους χαρακτήρες τους. Κι ενώ ως προς το πρώτο η απάντηση δίνεται σχετικά εύκολα, δηλαδή ότι είναι θέμα κληρονομικότητας, ως προς το δεύτερο οι γονείς συχνά αναρωτιούνται γιατί συμβαίνει αυτό. Το αναπάντητο ερώτημα δηλαδή είναι, πώς αφού μεγάλωσαν στην ίδια οικογένεια, διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους. Συχνά δίνεται η απάντηση πως κάθε παιδί γεννιέται με το χαρακτήρα του. Μια τέτοια απάντηση είναι ιδιαιτέρως απλοϊκή, καθώς παραγνωρίζει την επίδραση που ασκούν οι γονείς στη διαμόρφωση των προσωπικοτήτων των παιδιών, στη σχέση μεταξύ των αδερφιών και στις σχέσεις μεταξύ όλων των μελών της οικογένειας.
Ο ερχομός του πρώτου παιδιού αλλάζει τη σχέση του ζευγαριού, αλλά και τους ίδιους ως άτομα. Από εκεί που ήταν δυο άνθρωποι που είχαν βρει τις ισορροπίες τους, έρχεται μια νέα ύπαρξη με αυξημένες ανάγκες που τους βάζει στη διαδικασία να αναπτύξουν καινούργιους ρόλους με κυρίαρχο αυτόν του γονιού. Η μητέρα κι ο πατέρας πλέον, ανταμώνουν με πλευρές του εαυτού τους πρωτόγνωρες κι η ενασχόληση με το παιδί γίνεται προτεραιότητα. Το μικρό πλασματάκι λαμβάνει την αποκλειστικότητα του ενδιαφέροντος τους. Ο ερχομός του δεύτερου, και κάθε επόμενου παιδιού, αναδιαμορφώνει τις σχέσεις της οικογένειας που καλείται να ανοίξει, για να χωρέσει και να ενσωματώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το νέο μέλος.
Το πρώτο παιδί της οικογένειας διαμορφώνει την προσωπικότητα του παίρνοντας στοιχεία από τη μητέρα του, τον πατέρα του και τη μεταξύ τους σχέση. Κι όταν λέμε στοιχεία δεν εννοούμε απλώς τις συμπεριφορές και τις αντιλήψεις που επιλέγουν να βγάζουν προς τα έξω οι γονείς, αλλά κι όλα όσα κουβαλούν μέσα τους ως βιώματα από την πρότερη ζωή τους. Ακόμα κι αν δεν μιλούν για αυτά ή δεν τα εκφράζουν με οποιονδήποτε τρόπο ή και τα αγνοούν, τα βιώματα υπάρχουν και επιδρούν στον ψυχισμό τους και συνεπώς σε αυτό που λαμβάνουν τα παιδιά τους.
Το πρώτο παιδί, όπως και το μοναχοπαίδι, συνήθως λαμβάνει πολλά πράγματα σε υπερβολή. Την έγνοια, την προστασία, το άγχος των γονιών να ανταποκριθούν σε όλες τις καινούργιες εμπειρίες όσο καλύτερα γίνεται. Τους ενδεχόμενους τριγμούς στη σχέση του ζευγαριού από τον ερχομό του. Τις εσωτερικές αλλαγές που πραγματοποιούνται στη μητέρα και τον πατέρα του καθώς εισέρχονται στο ρόλο του γονιού κι η αναβίωση της δικής τους παιδικής ηλικίας και των δικών τους σχέσεων με τους γονείς τους. Την απόλυτη προσοχή σε καθετί που κάνει, που μερικές φορές μοιάζει σαν να βρίσκεται σε μικροσκόπιο παρατήρησης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Το αδερφάκι με τη σειρά του αναπτύσσεται λαμβάνοντας επιρροές από τους γονείς, καθώς κι από το μεγαλύτερο αδερφό/ή του. Μέσα από την παρατήρηση αυτών και των σχέσεων που έχουν ήδη διαμορφωθεί μεταξύ τους, το μικρότερο παιδί προσπαθεί να βρει τη θέση του μέσα στην οικογένεια. Από τη βρεφική του ηλικία ακόμα, έρχεται να μοιραστεί και να διεκδικήσει την προσοχή των γονιών του και την ενασχόληση τους μαζί του. Παρατηρώντας σε επίπεδο αίσθησης το πώς οι γονείς τους λειτουργούν και σχετίζονται με το μεγαλύτερο αδερφό/ή, προσπαθεί ασυνείδητα να βρει διαφορετικούς τρόπους, τους δικούς του μοναδικούς τρόπους, για να συνδεθεί μαζί τους και να ξεχωρίσει από το μεγαλύτερο παιδί.
Παρατηρούμε συχνά στα μεγαλύτερα παιδιά να βιώνουν ζήλια ή κι ανταγωνισμό προς τα μικρότερα αδέρφια τους, συναισθήματα που άλλοτε εκφράζονται άμεσα κι άλλοτε έμμεσα και καλυμμένα, με αποτέλεσμα να μπερδεύουν τους γονείς. Για παράδειγμα, το μεγαλύτερο παιδί παλινδρομεί σε πρώιμο αναπτυξιακό στάδιο και ουρεί πάνω του ή παραπονιέται πως δεν θέλει να πάει στο σχολείο γιατί κάτι συμβαίνει ή ακόμη εμφανίζει κάποιο ψυχοσωματικό σύμπτωμα- τικ, δερματικά θέματα ή άλλα. Αρχικά το μοίρασμα της προσοχής κι ο φόβος του μοιράσματος ή και της απώλειας της αγάπης της μητέρας και του πατέρα, αναστατώνουν βαθιά το μεγαλύτερο παιδί. Στη συνέχεια, οι διαφορές που αρχίζουν να διαφαίνονται στις προσωπικότητες των παιδιών και ο τρόπος που οι γονείς σχετίζονται με το καθένα, επιβραβεύοντας ή απορρίπτοντας συμπεριφορές, παίζει σημαντικό ρόλο στο πώς νιώθει το ένα παιδί για το άλλο.
Μεγάλο θέμα στη σχέση των αδερφιών είναι οι συγκρούσεις κι η διαχείριση τους. Εμφανίζονται πάντα με αφορμή ένα γεγονός από την καθημερινότητα, π.χ. πήρε το παιχνίδι μου, με χτύπησε, βλέπουμε όλο τα παιδικά που θέλει εκείνος κ.ά., αλλά είναι κάτι περισσότερο από αυτό. Συχνά υποβόσκει το συναίσθημα της ζήλιας, που επειδή έχει αρνητική χροιά φορτώνεται από τους γονείς σαν βάρος στο παιδί που το νιώθει. Ή μπορεί με την δύσκολη συμπεριφορά του να εναντιώνεται στις αδικίες που βλέπει να λαμβάνουν χώρα.
Όταν το παιδί ζηλεύει στην ουσία εκφράζει την ευαισθησία του. Στις περιπτώσεις που η ζήλια εκδηλώνεται με άσχημες συμπεριφορές, αναμενόμενο είναι να εγείρει την αντίδραση των γονιών, την κούραση τους και την τιμωρία. Προκειμένου να βρουν τον καταλληλότερο τρόπο να παρεμβαίνουν και να διαχειρίζονται τις εντάσεις, πρέπει να σχετιστούν με αυτό που πραγματικά βιώνει το παιδί τους. Σε διαφορετική περίπτωση, εύκολα και χωρίς καν να το αντιληφθούν, παίρνουν το μέρος του ενός ή του άλλου παιδιού, δημιουργώντας υποομάδες μέσα στην οικογένεια και ενισχύοντας τους ρόλους του θύτη και του θύματος.
Πλήθος παραγόντων συμβάλλουν στις διακρίσεις μεταξύ των αδερφιών ή στην εμφάνιση αδυναμίας σε ένα από τα παιδιά. Πρώτα από όλα, οι διακρίσεις που οι ίδιοι οι γονείς έχουν βιώσει ως παιδιά από τους δικούς τους γονείς. Συχνά βλέπουμε ότι ακόμα κι όταν ο γονιός φέρει αυτό το βίωμα στενάχωρα μέσα του και θεωρητικά δεν θέλει να το περάσει στο παιδί του, στην πράξη το αναπαράγει. Ή το ιδιαίτερο δέσιμο που η μητέρα ή ο πατέρας μπορεί να έχει με έναν από τους γονείς του, επαναλαμβάνεται και συνεχίζεται μέσω της κόρης ή του γιου. Άλλες φορές πάλι παρατηρούμε μια προσπάθεια αναπλήρωσης της ‘’χαμένης καλής σχέσης’’, δηλαδή για παράδειγμα ένας γιος που δεν είχε καλή σχέση με τη μητέρα του αποκτώντας κόρη προσπαθεί να οικοδομήσει μια όμορφη λειτουργική σχέση μαζί της.
Πρόσθετοι παράγοντες είναι οι παρακάτω. Το φύλο του παιδιού και τα συναισθήματα που αυτό εγείρει στον κάθε γονιό, π.χ. η κόρη που καταλαβαίνει τη μητέρα της ή ο γιος που δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του πατέρα. Η ηλικιακή διαφορά ανάμεσα στα αδέρφια και οι ρόλοι που επιφορτίζονται εξαιτίας αυτής, π.χ. το μεγαλύτερο παιδί οφείλει να καταλάβει περισσότερα ή να είναι πιο ήσυχο. Είναι πιθανό το μεγαλύτερο παιδί να λειτουργεί κι ως ‘’γονιός’’ προς το μικρότερο. Οι ιδιαιτερότητες που μπορεί να υπάρχουν σε κάθε οικογένεια, π.χ. η ασθένεια ενός παιδιού κι η επιρροή αυτής σε όλη την δυναμική της οικογένειας. Η αίσθηση του ενός από τους δυο γονείς ή και των δυο ότι το ένα τους παιδί είναι πιο αδύναμο και συνεπώς έχει ανάγκη μεγαλύτερης στήριξης, προστασίας ή επιβράβευσης από το άλλο που είναι πιο δυνατό και ανεξάρτητο, π.χ. ‘’αυτόν δεν τον φοβάμαι, θα την βρει την άκρη του’’, και πώς αυτή η αντίληψη διαχέεται σε ολόκληρη την προσωπικότητα όχι μόνο του ενός αλλά και των δυο παιδιών.
Το μοίρασμα, αρχικά απειλητικό κι ανεπιθύμητο, γίνεται τελικά η βάση για τον άρρηκτο δεσμό μεταξύ τους. Αφού δεν μπορεί το κάθε παιδί να έχει κατ’ αποκλειστικότητα τη μητέρα και τον πατέρα, τελικά τους μοιράζονται. Υπάρχουν κάμποσες ομοιότητες και διαφορές στους χαρακτήρες των αδερφιών. Μέσα από τις ομοιότητες καθρεφτίζονται τα κοινά στοιχεία που έχουν λάβει τα αδέρφια από τη μητέρα και τον πατέρα και τα κοινά βιώματα από την οικογενειακή τους ζωή. Μέσα από τις διαφορές αναδεικνύεται η μοναδικότητα του κάθε αδερφού/ής, ο ιδιαίτερος τρόπος που τα αφομοιώνει και ανταποκρίνεται σε αυτά. Έτσι, κάθε παιδί μαθαίνει να εκτιμά τον εαυτό του, αλλά και την διαφορετικότητα.
Οι προσωπικότητες των παιδιών είναι σαν παζλ με πάρα πολλά κομμάτια. Συνθέτοντας τα με προσοχή, παρατηρείς τη συμπληρωματικότητα στους ρόλους τους, δηλαδή στους διάφορους τρόπους λειτουργίας των αδερφιών. Με μια πρώτη ματιά μπορεί να φαίνονται εκ διαμέτρου αντίθετοι. Με μια πιο προσεκτική ματιά βλέπεις ότι είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, τα δυο αντίθετα που φτιάχνουν το όλο. Π.χ. το πρώτο παιδί είναι ατίθασο, το δεύτερο είναι υπάκουο και συνεργάσιμο. Το πρώτο παιδί είναι πιο μαζεμένο και κλειστό στον εαυτό του, το δεύτερο είναι πιο ανοιχτό και επικοινωνιακό. Μέσα από τις ομοιότητες και τις διαφορές, τα αδέρφια ενώνονται με έναν μοναδικό τρόπο που δεν συναντάται σε άλλες σχέσεις.
Οι γονείς παίζουν σημαντικό ρόλο στο πώς υποδέχονται το νέο μέλος και πώς σχετίζονται με αυτό, στο πώς νιώθουν για το μεγαλύτερο παιδί και πώς του συμπεριφέρονται και φυσικά στο πώς συμβάλλουν στην αποκατάσταση της νέας οικογενειακής πραγματικότητας. Κι αν κοιτώντας τον αδερφό/ή σου δεν καταλαβαίνεις πού έχει μοιάσει, αξίζει να διερωτηθείς κάμποσο στο πώς εσύ διαμορφώθηκες σε όλα όσα είσαι και πώς εκείνος/η. Όπως όταν κοιτάς στον καθρέφτη κι αυτό που αντικρίζεις μπορεί να απέχει από αυτό που έχεις μέσα σου, έτσι κι ο αδερφός/ή είναι πλευρές σου από άλλη οπτική γωνία. Αξίζει να δοκιμάσεις να μπεις στο ρόλο του αδερφού/ής σου, να δεις τον κόσμο μέσα από τα μάτια του και να διερωτηθείς ‘’πώς είναι να είμαι αυτός/ή;’’.
Πηγή: Psychologynow.gr