Πόσες φορές, στην ενήλική ζωή σας σαν γονιός, έχετε αναρωτηθεί Θεέ μου, τι λάθος έχω κάνει; ή Τι πάει στραβά με αυτό το παιδί; Πόσες φορές έχετε προσπαθήσει να μην εμπλακείτε σε κάποιον καυγά με το παιδί σας, για κάτι που επανειλημμένα έχετε συζητήσει και προσπαθήσει να το επιλύσετε, αλλά όπως φαίνεται, μάταια;
Από την άλλη, πόσες φορές θυμάστε να τσακώνεστε για τον ίδιο λόγο με το σύντροφό σας, το φίλο σας, το δικό σας γονιό, περνώντας λοιπόν από τη σκέψη σας, Μα καλά, τι δεν καταλαβαίνει;

Εμείς οι άνθρωποι πολλά δεν καταλαβαίνουμε και πολλά δεν μπορούμε να εξηγήσουμε σε σχέση με τον «άλλον», πολύ απλά γιατί δεν είμαστε αυτοί που μπορούμε να καθορίσουμε τη σκέψη και τη συμπεριφορά του. Αυτό που μπορούμε να καθορίσουμε όμως είναι η σκέψη και η συμπεριφορά η δική μας.

Ξέρω, ακούγεται περίπλοκο, όμως πως θα σας φαινότανε αν σας έλεγα πως η σχέση σας με το παιδί σας μπορεί να βελτιωθεί, πως μπορείτε να έχετε λιγότερες συγκρούσεις αποφεύγοντάς τις, αλλά όχι επειδή δεν σας νοιάζει ή δεν ενδιαφέρεστε αρκετά, αλλά επειδή μπορείτε να μετριάζετε και να ρυθμίζετε περισσότερο το συναίσθημά σας;

Αν προσπαθήσουμε να λύσουμε αυτό το «μυστήριο» περί αποδοχής, τότε το πρώτο ερώτημα που θα θέσουμε είναι Πόσο πολύ σας αρέσει αυτό που είστε; Αποδέχεστε εσείς ο ίδιος/α τον εαυτό σας, έτσι ακριβώς όπως είστε ή αυτοπροσδιορίζεστε από κανόνες και πρότυπα που είναι βαθιά εσωτερικευμένα στο σύστημα αξιών και πεποιθήσεών σας; Αν λοιπόν ισχύει η δεύτερη περίπτωση τότε θα πρέπει να επανεξετάσετε το ενδεχόμενο να ασχοληθείτε λίγο περισσότερο με τον εαυτό σας και ΟΧΙ με τον ρόλο σας σαν γονέας.

Διαβάστε σχετικά: Γιατί πολλοί άνθρωποι χρειάζεται να βάλουν όρια στους γονείς τους

Όπως ισχυρίζεται ο Thomas Gordon (2003), στο βιβλίο του Τα μυστικά του αποτελεσματικού γονέα, όσο περισσότερο ο γονέας ισχυρίζεται ότι ”τα πάει καλά με τον εαυτό του”, αποδέχεται και σέβεται τον εαυτό του και το/τη σύντροφο του, τότε είναι και περισσότερο δεκτικός και ανεκτικός απέναντι στο παιδί του. Από την άλλη, όσο περισσότερο καταπιεσμένος και μη ικανοποιημένος είναι από τον εαυτό του ή από το περιβάλλον του, τόσο λιγότερο δεκτικός είναι ως γονέας.

Στο σημείο αυτό, είναι σημαντικό να αναφερθούμε στο τι ακριβώς είναι ένας δεκτικός γονέας, και πώς αυτό βοηθά στην αποφυγή συγκρούσεων με το παιδί;

Αποδοχή σημαίνει ότι αποδέχομαι μια γενικότερη συμπεριφορά του παιδιού, που υποδηλώνει στοιχεία του χαρακτήρα του, χωρίς να προσπαθώ να την αλλάξω και να τη μεταβάλλω, όπως εγώ –σαν γονέας-, θεωρώ ότι είναι σωστή.

Την αποδέχομαι, λοιπόν, γιατί κατανοώ ότι εφόσον είναι ο τρόπος που λειτουργεί το παιδί μου, τότε και εγώ δεν θα προσπαθήσω να την αλλάξω με κάτι που εγώ θεωρώ σωστό ή κάτι που θα φέρει σε εμένα ευχαρίστηση. Φυσικά και θα μου προκαλέσει ικανοποίηση, αλλά όχι επειδή κάλυψα μια δική μου εσωτερική ανάγκη, αλλά επειδή βλέπω το παιδί μου χαρούμενο και ικανοποιημένο. (Gordon, 2003).

Για παράδειγμα, σκεφτείτε ότι το παιδί σας δεν θέλει να γίνει δικηγόρος ή γιατρός, στην πραγματικότητα δεν θέλει να δώσει καν πανελλήνιες. Πόσο συχνό είναι το να υπάρχουν άπειροι καυγάδες στο σπίτι με σκοπό να μεταπείσετε το παιδί να δώσει εξετάσεις, για να καλύψετε μια δική σας επιθυμία, Το παιδί μου πρέπει να γίνει γιατρός, αφού είναι έξυπνος και καλός μαθητής, που έπεται από μια εσωτερικευμένη σκέψη, Θα ήθελα να σπουδάσω, αλλά δεν τα κατάφερα, οπότε θέλω το παιδί μου να το κάνει, για να πάρω αυτή τη χαρά ή τη σκέψη, Τι θα πει η κοινωνία; Πολύ πιθανό, οι παραπάνω σκέψεις να καλύπτουν μια δική σας επιθυμία και όχι του παιδιού σας!

Οπότε, αντί να περνάτε ώρες και ώρες συζητώντας και καταπιέζοντας το παιδί σας, στο να δώσει πανελλήνιες θα μπορούσατε να συζητάτε: Τι θα ήθελες να κάνεις στη ζωή σου από δω και πέρα; Εν ολίγοις, να αποδεχτείτε τη στάση και την επιθυμία του παιδιού σας, να γίνετε σύμμαχος και όχι αντίπαλος σε ένα ‘’παιχνίδι’’ ανισοτιμίας, στο οποίο ο γονέας είναι παντογνώστης και έμπειρος, ενώ το παιδί αυτό που πρέπει να ακούει αυτόν που ξέρει ποιο είναι το σωστό για το καλό του.

Γιατί, στην πραγματικότητα, το μόνο σίγουρο είναι πως το θέλετε για το καλό του, όμως δεν είναι και το απαραίτητα σωστό. Διότι, το ότι η εμπειρία είναι ένας ‘’καλός δάσκαλος’’, είναι κάτι που εμπεριέχει μία δόση αλήθειας, όμως δεν σημαίνει πως μας δείχνει και το τι είναι το σωστό και το πρέπον για το κάθε ΜΟΝΑΔΙΚΟ άτομο. (Gordon, 2003)

Αναλύοντας περισσότερο την παραπάνω σκέψη σχετικά με τη μοναδικότητα του ατόμου, μια καλή συμβουλή είναι να κατανοήσετε πως το κάθε παιδί έχει την προσωπικότητά του, οπότε πρέπει να την αποδεχτείτε και να συμφιλιωθείτε με αυτήν την διαφορετικότητα. Φυσικά, και θα προσπαθήσετε να μάθετε στο παιδί σας ποιο το σωστό και ποιο το λάθος, όμως δεν μπορείτε να το παρακινήσετε στο να γίνει κάτι που δεν θέλει ή κάτι που δεν…μπορεί.

Για παράδειγμα, πόσο πολύ μπορεί να σας προβληματίζει το ότι το παιδί σας είναι όλη τη μέρα με το κινητό στο χέρι; Από την άλλη, πόσο ανακουφιστικό ήταν που, μιλώντας και με άλλους γονείς είδατε ότι το να απασχολούνται οι νέοι ολημερίς και ολονυχτίς με τα κινητά τους είναι κάτι συνηθισμένο;

Αντίστοιχα, πόσο πιο εύκολο θα ήταν να το αποδεχτείτε και να δείτε μαζί με το παιδί σας, πού μπορείτε να αξιοποιήσετε σωστά το χρόνο του έτσι ώστε και να περνάει ώρες με το κινητό του αλλά και να περνάει παραγωγικό χρόνο κάνοντας κάποιες άλλες δραστηριότητες που επίσης θα τον ευχαριστούσαν.

Συμπερασματικά, ένας δεκτικός γονιός θα έδινε την ευκαιρία στο παιδί του να επιλέξει και να φτιάξει το πρόγραμμά του όπως εκείνο θέλει φιλτράροντας σωστά και ΧΩΡΙΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ τα αιτήματα των γονιών του.

Αντίθετα, ένας μη δεκτικός γονιός, θα απαιτούσε από το παιδί του να μην ξαναχρησιμοποιήσει το κινητό, πολύ πιθανό με μία υποσχόμενη τιμωρία, με σκοπό να αυξήσει το κίνητρο του να μην επαναληφθεί ξανά αυτή η πράξη. Το πιθανότερο σε αυτήν την περίπτωση είναι η επερχόμενη σύγκρουση, η οποία μακροχρόνια, μπορεί να αποβεί μοιραία ανάμεσα στη σχέση του παιδιού με το γονέα.

Όπως υποστηρίζει ο Thomas Gordon (2003), για να έχετε μια πιο ισορροπημένη σχέση με το παιδί σας, δεν θα πρέπει να είστε τόσο προσκολλημένοι πάνω του. Μια συμβουλή εδώ θα ήταν να περνάτε περισσότερο χρόνο με τον εαυτό σας ή με το/τη σύζυγό σας.

Είναι αποδεδειγμένο, πως μετά από τη γέννηση ενός παιδιού η προσοχή επικεντρώνεται κυρίως σε εκείνο, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζετε η ποιότητα της σχέσης με το/τη σύζυγο και ως επί τούτου, να αυξάνονται και τα επίπεδα της προσωπικής και σχεσιακής δυσαρέσκειας. Συνδυαστικά, ο αριθμός των συγκρούσεων και των εντάσεων πολλαπλασιάζεται με τη σίγουρη γενίκευση και μετατόπιση της έντασης και στα ίδια τα παιδιά.

Διαβάστε σχετικά: Το τίμημα του γονικού άγχους

Εν κατακλείδι, τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότερο αποδεικνύεται η αξιοπιστία και η εγκυρότητα της συμβουλευτικής, της θεραπείας ζεύγους και οικογένειας σε σχέση με ζητήματα επίλυσης συγκρούσεων στο οικογενειακό σύστημα. Από την άλλη, είναι κατανοητό και επιστημονικά αποδεδειγμένο πως οι γονείς που δεν είναι δεκτικοί, στηρίζονται σε βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις και αξίες –σχετικά με την ιεραρχία των ρόλων μέσα στην οικογένεια- που δύσκολα μεταβάλλονται (Γεωργάς, 1997).

Η δυσκολία αυτή πηγάζει από το ότι οι αξίες αυτές προέρχονται από τα δικά τους πρότυπα οικογένειας με τα οποία μεγάλωσαν και τα οποία εσωτερικεύτηκαν σαν κανόνες και πρότυπα συμπεριφοράς που επανεμφανίζονται στην ενήλικη ζωή με τρόπο που να ανταποκρίνονται στους νέους τους ρόλους ως σύζυγοι, γονείς, κλπ.

Παρόλα αυτά, η αξία της μάθησης και της γνώσης, είναι αδιαμφισβήτητα λειτουργική σε σχέση με αυτούς που θέλουν να αλλάξουν και να βελτιώσουν τις σχέσεις τους με τα παιδιά τους. Συγκεκριμένα εδώ, αναφερθήκαμε σε μια εσωτερική ανάλυση που ξεκίνησε με το ερώτημα Πόσο πολύ σας αρέσει αυτό που είστε;, απευθυνόμενοι για τον εαυτό σας, και κατέληξε στο Τι θα ήθελες ΕΣΥ για τη ζωή σου;, απευθυνόμενοι στο ίδιο το παιδί. Η αποδοχή του ίδιου σας του εαυτού είναι το κλειδί για την αποδοχή του άλλου και η κατοχύρωση μια ισορροπημένης σχέσης μαζί του.

Πηγή: psychologynow.gr